πλατυάζω

πλατυάζω
Ν
βλ. πλατειάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλατειάζω — και πλατυάζω / πλατειάζω, ΝΑ, δωρ. τ. πλατειάσδω Α νεοελλ. επεκτείνω τον λόγο μου με περιττές και ανούσιες λέξεις ή φράσεις, περιττολογώ αρχ. 1. πλήττω, χτυπώ κάτι με την παλάμη 2. μιλώ ή προφέρω τις λέξεις με τραχιά, βαριά προφορά όπως οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”